-
1 сгустить
ρ.σ.μ.1. βλ. густить.2. μτφ. συγκεντρώνω, πυκνώνω.εκφρ.сгустить атмосферу – εντείνω την κατάσταση, δημιουργώ τεταμένη κατάσταση•сгустить краски – υπερβάλλω, τα παραλέω.1. βλ. густиться•сироп -лся το σιρόπι έδεσε (πήχτωσε).
2. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συνάζομαι.εκφρ.отмосфера -лась – η ατμόσφαιρα (κατάσταση) έγινε τεταμένη.